Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (CHARLES BAUDELAIRE)

Ο βρικόλακας

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.

Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.

Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!

-----------------

Ο τάφος ενός καταραμένου ποιητή

Αν κάποια νύχτα μαύρη και βαριά,
κανένας χριστιανός σαν από χάρη,
πλάι σε κάποια χαλάσματα παλιά,
θάψει το φημισμένο σου κουφάρι,

την ώρα που τ'αστέρια αγνά ένα ένα,
τα μάτια τους σφάλουν τα κουρασμένα,
τα δίχτυα της η αράχνη εκεί θα στήσει
κι η όχεντρα τα παιδιά της θα γεννήσει.

Και θεν'ακούς όλο το χρόνο εσύ,
πάνω απ'το κολασμένο σου κεφάλι,
των λύκων τη θρηνητική κραυγή,

της πεινασμένης μάγισσας στριγκλιές,
του γέρου του λάγνου την κραιπάλη
και των κλεφτών τα σχέδια για κλεψιές.

---------------------------

Spleen

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει
΄

όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

----------------------------

Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"

Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.

----------------------

Οι λιτανείες του Σατανά

Ω Συ, ο πιο όμορφος κι ο πιο σοφός απ'τους Αγγέλους,
Θεέ που η μοίτα σε πρόδωσε και δε σου ψέλνουν ύμνους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Της εξορίας, ω Πρίγκιπα, που σ'αδικήσαν κι όμως,
και νικημένος πιο ισχυρός ορθώνεσαι, Συ, αιώνια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που όλα τα γρικάς, τρανέ ρήγα του κάτω κόσμου
και γιατρευτή πονετικέ κάθε αγωνίας του ανθρώπου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που και στους πανάθλιους και στους λεπρούς ακόμα
μαθαίνεις με τον έρωτα το τι ο Παράδεισος είναι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, που από το Θάνατο - παλιά, τρανή σου αγάπη -
γέννησες την Ελπίδα - μια τρελή χαριτωμένη,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που ησυχάζεις τη ματιά του κάθε προγραμμένου,
που ολόκληρο ντροπιάζει λαό γύρω απ'την καρμανιόλα,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Εσύ, που ξέρεις πού, βαθιά στη γη, στα έγκατά της,
έκρυψε ο Θεός ζηλόφθονα τ'ατίμητα πετράδια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που'χεις μάτι που τρυπά τα τρίσβαθα εργαστήρια,
που μέσα τους τα μέταλλα κοιμούνται αποκρυμμένα.

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που το χέρι σου, πλατύ, βάραθρα κλει και σώζει
τον υπνοβάτη που βαδίζει στων σκεπών το χείλος,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκκαλα απαλύνεις
του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τον πόνο του άρρωστου για να τόνε γλυκάνεις,
μας έμαθες να σμίγουμε το νίτρο με το θειάφι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τη βούλα σου, ω κρυφέ συνένοχε, την βάζεις
στο μέτωπο του ανήλεου και τιποτένιου κροίσου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τα μάτια, την καρδιά των κοριτσιώνε κάνεις,
τους πονεμένους ν'αγαπούν και τους κουρελιασμένους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, ραβδί του εξόριστου και λάμπα του εφευρέτη,
του κρεμασμένου και του συνωμότη ξομολόγε,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Θετέ πατέρα, Εσύ, εκείνων, που μες στη μαύρη οργή του
τους έδιωξε από την Εδέμ της γης ο Θεός Πατέρας,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δόξα σ'Εσένα, ω Σατανά, κει πάνω στα Ουράνια
που μια φορά βασίλεψες δόξα και μες στα βάθη
της Κόλασης, που σιωπηλά ρεμβάζεις, νικημένος!
Κάνε η ψυχή μου πλάι σου στης Γνώσης από κάτω
το Δέντρο ανάπαυση να βρει, όταν στο μέτωπό σου
θεν' απλωθούν σαν ένας Ναός καινούργιος τα κλωνιά του!




Δεν υπάρχουν σχόλια: